Εκδικητική πορνογραφία/Revenge porn
Με τον όρο «εκδικητική πορνογραφία» ή αλλιώς «revenge porn» νοείται η μη συναινετική κοινολόγηση ή η ανάρτηση στο διαδίκτυο ή σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσωπικών και ευαίσθητων δεδομένων, όπως φωτογραφίες ή βίντεο ερωτικού περιεχομένου.
Νομοθετικό πλαίσιο
Μέχρι την ψήφιση του Ν.4947/23-6-2022 η ελληνική νομοθεσία δεν αντιμετώπιζε με ειδικό ποινικό αδίκημα τις περιπτώσεις «εκδικητικής πορνογραφίας», πλην όμως αυτές αντιμετωπίζονταν στο πλαίσιο του άρθρου 38 του Ν.4624/2019 «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις».
Με βάση το εν λόγω νομοθετικό πλαίσιο είναι διαμορφωμένη και η μέχρι σήμερα υφιστάμενη νομολογιακή κρίση των Ποινικών Δικαστηρίων τόσο ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρ.38 όσο και ως προς την ποινική μεταχείριση των δραστών.
Αναλυτικά, οι διάφορες μορφές του αδικήματος, όπως αυτές προβλέπονται βάσει του άρθρου 38 Ν.4624/2019 είναι οι ακόλουθες:
-Η τέλεση του βασικού αδικήματος της παραγράφου 1 περ.α’ του ως άνω άρ.38 Ν.4624/2019 (που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως ένα (1) έτος) προϋποθέτει: α) την ύπαρξη «συστήματος αρχειοθέτησης» που να περιέχει προσωπικά δεδομένα, β) την επέμβαση σε αυτό, γ) την ανυπαρξία δικαιώματος και δ) την με την επέμβαση αυτή γνώση από τον δράστη του περιεχομένου των δεδομένων.
Η επέμβαση προϋποθέτει θετική ενέργεια, η οποία να έχει ως συνέπεια την λήψη γνώσης του περιεχομένου των δεδομένων, με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμα δηλαδή και με τους αναφερόμενους στο εδάφιο β` τρόπους επεξεργασίας, ήτοι με την αντιγραφή, αφαίρεση, αλλοίωση, βλάβη, συλλογή, καταχώρηση, οργάνωση, διάρθρωση, αποθήκευση, προσαρμογή, μεταβολή, ανάκτηση, αναζήτηση πληροφοριών, συσχέτιση, συνδυασμό, περιορισμό, διαγραφή ή καταστροφή.
Τέτοια ενέργεια αποτελεί, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4624/2019, η χωρίς δικαίωμα «εισβολή-εισχώρηση» απ` έξω σε συστήματα αρχειοθέτησης. Είναι αυτονόητο όμως, ότι για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος απαιτείται η αυθαίρετη εισβολή σε σύστημα αρχειοθέτησης, καθώς μόνο η περαιτέρω χρησιμοποίηση του προϊόντος αυτής της εισβολής – επέμβασης δύναται να στοιχειοθετήσει αντικειμενικά την κατά νόμο έννοιά της, οπότε, αν δεν λάβει χώρα τέτοια «εισβολή» ή «είσοδος» και ο δράστης τυχόν γνώριζε τα δεδομένα αυτά από μόνος του ή χωρίς αυθαίρετη έρευνα, παρέμβαση ή διείσδυση, τότε δεν πληρούται η νομοτυπική μορφή του αδικήματος.
Αρκεί δε, η επέμβαση αυτή να έχει ως υλικό αντικείμενό της ένα σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ο υπαίτιος να μην έχει δικαίωμα επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, ήτοι τα δεδομένα να αφορούν σε τρίτο φυσικό πρόσωπο και να μην εμπίπτει ο δράστης σε μία από τις εξαιρέσεις των άρθρων 21-36 του Ν.4624/2019 και του Κανονισμού 2016/679 Ε.Ε., ώστε να μην έχει εκ του νόμου δικαίωμα επεξεργασίας και λήψης γνώσης των δεδομένων. Ο όρος επομένως, «χωρίς δικαίωμα» πληρούται σε κάθε περίπτωση, όταν η περιγραφόμενη πράξη τελείται με παραβίαση των προϋποθέσεων που τίθενται στον νόμο.
Στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4624/2019 αναφέρεται ότι «χωρίς δικαίωμα» ενεργεί ο δράστης των αδικημάτων των παραγράφων 1, 2, 3 όταν τελεί τις παραπάνω πράξεις χωρίς να υφίσταται σχετική διάταξη νόμου που να του το επιτρέπει ή ενεργεί καθ` υπέρβαση άλλης νομικής πράξης (λχ. εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας, σύμβασης κ.ο.κ.). Κατά τον τρόπο αυτόν, καλύπτονται νομοθετικά και οι περιπτώσεις παράνομης επεξεργασίας δεδομένων τα οποία νομίμως έχει στην κατοχή του ο δράστης – αυτουργός του αδικήματος (λχ. λόγω συγκατάθεσης του υποκειμένου τους ή λόγω επεξεργασίας αυτών για άλλον σκοπό), αλλά τα επεξεργάζεται για διαφορετικό σκοπό από αυτόν που συναίνεσε το υποκείμενό τους ή εν αγνοία του τελευταίου.
Σύμφωνα με τους ορισμούς του Ν. 4624/19, είναι απαραίτητο, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης τόσο της βασικής μορφής του αδικήματος της παρ. 1α, όσο και των υπόλοιπων, των παρ. 1β`, 2, 3, 4 και 5, τα προσωπικά δεδομένα επί των οποίων έγινε η επέμβαση να βρίσκονται σε «σύστημα αρχειοθέτησης», τα οποίο αποτελεί και το αντικείμενο της προσβολής της εγκληματικής πράξης.
-Περαιτέρω, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης της δεύτερης μορφής του αδικήματος, της παραγράφου 1 περ.β’ του ως άνω άρ.38 (που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως ένα (1) έτος) απαιτείται: α) η ύπαρξη «συστήματος αρχειοθέτησης» που να περιέχει προσωπικά δεδομένα, β) η ανυπαρξία δικαιώματος επεξεργασίας αυτών και γ) μία από τις αναφερόμενες σε αυτό συνέπειες (τρόπους επεξεργασίας), αντιγραφής, αφαίρεσης, αλλοίωσης, βλάβης, συλλογής, καταχώρησης, οργάνωσης, διάρθρωσης, αποθήκευσης, προσαρμογής, μεταβολής, ανάκτησης, αναζήτησης πληροφοριών, συσχέτισης, συνδυασμού, περιορισμού, διαγραφής ή καταστροφής των δεδομένων αυτών.
-Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της παραβίασης προσωπικών δεδομένων των περιπτώσεων α` και β` της παρ. 1 του άρθρου 38 του ως άνω νόμου απαιτείται δόλος, αρκούντος και του ενδεχόμενου.
-Η προβλεπόμενη στην παράγραφο 2 του άρθρου 38 Ν. 4624/2019 πράξη συνιστά «έγκλημα χρήσης», αποτελεί δε ήπια διακεκριμένη μορφή τέλεσης του αδικήματος, απειλούμενη με ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε (5) ετών. Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της εν λόγω μορφής απαιτείται: α) η ύπαρξη «συστήματος αρχειοθέτησης» που περιέχει προσωπικά δεδομένα, β) η μη ύπαρξη δικαιώματος επεξεργασίας τους, γ) η αναφερόμενη στο α` εδάφιο της πρώτης παραγράφου μορφή επενέργειας σε αυτά και δ) η επιπρόσθετη συμπεριφορά του δράστη, που τίθεται διαζευκτικά, συνισταμένη στη χρησιμοποίηση, μετάδοση, διάδοση, κοινολόγηση με διαβίβαση, διάθεση, ανακοίνωση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή όταν ο δράστης καθιστά προσιτά ή επιτρέπει σε μη δικαιούμενα πρόσωπα να λάβουν γνώση των δεδομένων αυτών.
-Με την παράγραφο 4 του άρθρου 38 του Ν. 4624/2019 προβλέπεται το ως ιδιαίτερα διακεκριμένης μορφής έγκλημα (κακούργημα) «Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων, εάν είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να προκαλέσει περιουσιακή ζημία σε άλλον ή να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 120.000,00 ευρώ».
Κατά τη σαφή και αδιάστικτη διατύπωση της διάταξης αυτής επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης μέχρι δέκα ετών όχι μόνο όταν ο υπαίτιος είχε σκοπό προσπορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους στον εαυτό του ή σε άλλον ή σκοπό πρόκλησης περιουσιακής ζημίας σε άλλον, υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό αυτό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000,00 ευρώ, αλλά και όταν αυτός σκόπευε να βλάψει άλλον, χωρίς να τίθεται από το νόμο στην περίπτωση της βλάβης ποσοτικό κριτήριο.
Το ότι αυτή είναι η σαφής βούληση του νομοθέτη, ο οποίος με τη εν λόγω ρύθμιση δεν διαπλάθει ένα αμιγώς περιουσιακό αδίκημα, προκύπτει από το γεγονός ότι στη διάταξη αυτή προβλέφθηκε εκτός από το σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους και το σκοπό βλάβης τρίτου, και ο σκοπός πρόκλησης περιουσιακής ζημίας. Ο νόμος δε με σαφήνεια διακρίνει στην παραπάνω πρόβλεψη την έννοια της περιουσιακής ζημίας από αυτήν της βλάβης, η οποία δεν προβλέπεται ως περιουσιακή, αντιδιαστέλλοντας αυτές, ενώ μόνο για την περιουσιακή ζημία (όπως και για το περιουσιακό όφελος) εισάγεται συγκεκριμένο ποσοτικό όριο (όπως έχει επικρατήσει στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και κατά της περιουσίας) όχι δε και για τη βλάβη.
Δεν πρέπει δε να παραβλέπεται ότι το προστατευόμενο από την διάταξη του άρθρου 38 του ν. 4624/2019 έννομο αγαθό είναι το δικαίωμα στην πληροφοριακή αυτοδιάθεση (ή αυτοκαθορισμό) ως ειδικότερη εκδήλωση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή (ιδιωτική σφαίρα), το οποίο δεν είναι πρωτίστως οικονομικής φύσεως. Αξιοσημείωτο επιπλέον είναι ότι το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος αναγνωρίζει ως αυτονόητο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου όχι μόνο να διαθέτει και να ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από την προσωπικότητά του “ως αυτόνομο, αυτεξούσιο και αυτοδιάθετο μη περιουσιακό αγαθό” αλλά και να αναπτύσσει αυτήν σε όλο το φάσμα της οργανωμένης από το κράτος κοινωνικής ζωής, ήτοι στον κοινωνικό, οικονομικό και στον πολιτικό τομέα αυτής. Επομένως συντρέχει κακουργηματικής μορφής παράβαση της ανωτέρω διάταξης, όταν συνυπάρχει στο πρόσωπο του δράστη το πρόσθετο στοιχείο του σκοπού πρόκλησης βλάβης τρίτου από την παραβίαση προσωπικών δεδομένων, μη περιουσιακής, αλλά ηθικής τοιαύτης.
Αυτοτελές ποινικό αδίκημα με τη νέα διάταξη (άρθρο 346 ΠΚ)
Με το άρθρο 38 του Ν.4947/2022 (ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 23-6-2022) προστέθηκε στον Ποινικό Κώδικα το νέο άρθρο 346 περί εκδικητικής πορνογραφίας και το οποίο εντάχθηκε στο δέκατο ένατο κεφάλαιο του ΠΚ «Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής». Ειδικότερα, το νέο άρθρο 346 ΠΚ έχει ως ακολούθως:
Άρθρο 346
Εκδικητική πορνογραφία
- Όποιος χωρίς δικαίωμα κοινολογεί σε τρίτο πρόσωπο ή αναρτά σε κοινή θέα, πραγματική, αλλοιωμένη ή σχεδιασμένη εικόνα ή κάθε είδους οπτικό ή οπτικοακουστικό υλικό, στο οποίο αποτυπώνεται μη δημόσια πράξη άλλου που αφορά στη γενετήσια ζωή του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή.
- Όποιος απειλεί άλλον ότι θα τελέσει τις πράξεις της παρ. 1 τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους. Αν ο υπαίτιος της πράξης του προηγούμενου εδαφίου εξαναγκάζει άλλον σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή για την οποία αυτός δεν έχει υποχρέωση, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών.
- Με κάθειρξη έως οκτώ (8) έτη και χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη της παρ. 1 αν τελείται:
α) με ανάρτηση στο διαδίκτυο ή σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης με αόριστο αριθμό αποδεκτών,
β) από ενήλικο και αφορά σε ανήλικο,
γ) σε βάρος νυν ή πρώην συζύγου ή συντρόφου του υπαιτίου ή σε βάρος προσώπου που συνοικεί με αυτόν ή έχει μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας ή βρίσκεται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του ή δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του,
δ) με σκοπό να προσπορίσει ο υπαίτιος στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος.
- Αν κάποια από τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων οδήγησε το θύμα σε απόπειρα αυτοκτονίας επιβάλλεται κάθειρξη και χρηματική ποινή. Αν η πράξη του προηγούμενου εδαφίου οδήγησε στο θάνατο επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή.»
Παρατηρήσεις
Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν.4947/2022, με την προσθήκη του νέου άρθρου 346 τυποποιείται ως αξιόποινη πράξη που προσβάλλει τη γενετήσια ζωή και ελευθερία ως
εκφάνσεις του ιδιωτικού βίου και υπό προϋποθέσεις και την ανηλικότητα, η μη
συναινετική κοινολόγηση ή η ανάρτηση στο διαδίκτυο ή σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης,
προσωπικών εικόνων ή οπτικοακουστικού υλικού που ανάγονται στη γενετήσια ζωή του
παθόντος, ακόμα και αν αυτές δημιουργήθηκαν με τη συναίνεσή του. Ειδικότερα:
-Η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 του άρθρου 346 ΠΚ ως αξιόποινη κάθε πράξη με την οποία ο δράστης χωρίς δικαίωμα αποκαλύπτει ή αναρτά σε κοινή θέα κάθε είδους οπτικό ή οπτικοακουστικό υλικό όπως για παράδειγμα φωτογραφίες, εικόνες ή βίντεο στα οποία απεικονίζεται η γενετήσια ζωή του θύματος, συνιστά τη βασική μορφή του αδικήματος η οποία λόγω της ποινής χαρακτηρίζεται ως ήπια διακεκριμένη.
-Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 346 ΠΚ τυποποιούνται οι πράξεις της απειλής (333 ΠΚ) ή της παράνομης βίας (330 ΠΚ) οι οποίες τιμωρούνται με αυστηρότερο πλαίσιο ποινής.
-Με την παράγραφο 3 του άρθρου 346 ΠΚ προβλέπεται το ως ιδιαίτερα διακεκριμένης μορφής έγκλημα (κακούργημα) όταν η πράξη της παρ.1 τελείται είτε με μόνη την ανάρτηση στο διαδίκτυο ή σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης με αόριστο αριθμό αποδεκτών, είτε όταν το θύμα έχει κάποια από τις ρητά οριζόμενες ιδιότητες ή σχέσεις, είτε όταν υπάρχει σκοπός προσπορισμού περιουσιακού οφέλους στον δράστη ή σε άλλον.
-Τέλος με την παράγραφο 4 του άρθρου 346 ΠΚ καθιερώνονται εκ του αποτελέσματος ιδιαίτερα διακεκριμένες μορφές του εγκλήματος όταν οι πράξεις των προηγούμενων παραγράφων είχαν ως αποτέλεσμα να οδηγήσουν το θύμα σε αυτοκτονία ή απόπειρά της.