Ύδρα, 18040

Μαυρομιχάλη 40

Αθήνα, 106 80, Ελλάδα

Επικοινωνία

211 019 0865

Facebook

  • Ελληνικά
  • English

Διοικητικές διαφορές

Διοικητικές διαφορές // Διάκριση αυτών σε ακυρωτικές και ουσίας // Υπαλληλικές προσφυγές

Έννοια της διοικητικής διαφοράς

 

Διοικητική διαφορά, θεωρείται κάθε διατάραξη μιας έννομης κατάστασης, που προκαλείται από πράξη ή υλική ενέργεια ή παράληψη ενός οργάνου του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, και αφορά σχέση που διέπεται από κανόνες διοικητικού δικαίου.

 

Όταν η έννομη κατάσταση που διαταράχθηκε με την πράξη ή παράληψη του οργάνου του δημόσιου, διέπεται από κανόνες ιδιωτικού δικαίου ή αφορά την ιδιωτική περιουσία του δημόσιου, προκαλείται ιδιωτική διαφορά.

 

Διάκριση των διαφορών σε ακυρωτικές και ουσίας

 

Οι διοικητικές διαφορές διακρίνονται σε ακυρωτικές και διαφορές ουσίας. Κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, το κύριο κριτήριο της διάκρισης των διοικητικών διαφορών είναι i) η εξουσία του δικαστηρίου για την κρίση της διαφοράς που του υποβάλλεται, δηλαδή η έκταση του ελέγχου των στοιχείων της διαφοράς, στον οποίο μπορεί ή υποχρεούται να προβεί το δικαστήριο και ii) οι συνέπειες της απόφασης που εκδίδει. Συναφή κριτήρια είναι το αίτημα του ένδικου βοηθήματος και οι λόγοι που μπορούν να προβληθούν.

 

Η διαφορά είναι ακυρωτική, όταν σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, το δικαστήριο: I) Ελέγχει τη νομιμότητα μιας κανονιστικής ή ατομικής ή γενικής ατομικής διοικητικής πράξης ή την παράλειψη έκδοσης μιας διοικητικής πράξης, δηλαδή εξετάζει εάν η πράξη ή παράλειψη είναι σύμφωνη ή βρίσκεται σε αρμονία με τους κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την έκδοσή της. II) Διαπιστώνει την έκδοση της πράξης ή την συντέλεση της παράλειψης κατά παράβαση των κανόνων αυτών, χωρίς να προβαίνει σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των σχετικών κανόνων. Ελέγχει μόνο το υποστατό των περιστατικών αυτών (πλάνη περί τα πράγματα). III) Απλώς και μόνο ακυρώνει, δηλαδή εξαφανίζει την πράξη ή ακυρώνει την παράλειψη. Στην περίπτωση της ακυρωτικής διαφοράς, το αίτημα του ένδικου βοηθήματος είναι η ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή παράλειψης, για δε τη θεμελίωσή του μπορούν να προβληθούν λόγοι αναφερόμενοι στην εξωτερική (αρμοδιότητα, τύπος, διαδικασία) ή την εσωτερική νομιμότητα της πράξης.

 

Η διαφορά είναι ουσίας, όταν το δικαστήριο ελέγχοντας τη νομιμότητα και εξετάζοντας και εκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά: I) αναγνωρίζει είτε την ύπαρξη ενός δικαιώματος, είτε την έλλειψη ή τα όρια μιας υποχρέωσης εκείνου που ζητεί την προστασία, II) διαπιστώνει ότι το δικαίωμα αυτό έχει υποστεί μια βλάβη ή ότι η υποχρέωση έχει επιβληθεί με παράνομη ενέργεια ή παράλειψη των οργάνων του Δημόσιου ή άλλου ΝΠΔΔ, III) προσδιορίζει την έκταση της βλάβης, και IV) καθορίζει την αποκατάσταση της έννομης κατάστασης εκείνου που άσκησε το ένδικο βοήθημα, σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου που την διέπουν. Η αποκατάσταση μπορεί να συνίσταται είτε στην ακύρωση ή τροποποίηση της διοικητικής πράξης ή την ακύρωση της παράλειψης που προκάλεσε την διατάραξη της έννομης κατάστασης, και εφόσον συντρέχει περίπτωση, στην καταψήφιση των οφειλόμενων ποσών ή αποζημίωσης ή άλλης παροχής, είτε μόνο σε τέτοια καταψήφιση, καθώς και στην αναγνώριση ή αποκατάσταση δικαιωμάτων ή καταστάσεων που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο, των οποίων το δικαστήριο έχει την εξουσία να διαμορφώσει το ουσιαστικό περιεχόμενο. Στην περίπτωση της διαφοράς ουσίας, το αίτημα που υποβάλλεται με το ένδικο βοήθημα είναι είτε η ακύρωση ή τροποποίηση ατομικής διοικητικής πράξης ή ακύρωση της παράλειψης, είτε η καταδίκη του δημόσιου νομικού προσώπου στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού ή άλλης παροχής. Οι δε λόγοι που θεμελιώνουν το αίτημα αυτό αναφέρονται στην αντίθεση της ενέργειας ή της παράλειψης προς τη νομιμότητα, αλλά και στην ύπαρξη και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, σχετικών με τη νομική κατάσταση που έχει προσβληθεί, ή εκείνων που προκάλεσαν την βλάβη της, ή την έκταση της ζημίας.

 

Υπαλληλική προσφυγή – διαφορά ουσίας

 

Σύμφωνα με τον Επ. Σπηλιωτόπουλο (Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, αρ.περ.539), η υπαλληλική προσφυγή είναι το ένδικο βοήθημα που ασκείται από τους δημόσιους υπαλλήλους (τακτικούς ή δοκίμους) κατά ορισμένων μόνο διοικητικών πράξεων, οι οποίες είναι σχετικές με ορισμένα μόνο θέματα της υπηρεσιακής τους κατάστασης.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, η υπαλληλική προσφυγή υπάγεται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον ασκείται κατά αποφάσεων πειθαρχικών συμβουλίων που επιβάλλουν σε πολιτικούς δημόσιους υπαλλήλους την ποινή του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσης.

 

Με την υπαλληλική προσφυγή του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος προσβάλλονται οι ακόλουθες πράξεις:

 

α) Η παύση ή μη μονιμοποίηση του δόκιμου υπαλλήλου.

 

β) Η απόλυση μόνιμου υπαλλήλου επειδή διαπιστώθηκε σωματική ή πνευματική ανικανότητα ή αναίτια υπηρεσιακή ανεπάρκεια.

 

γ) Η απόλυση μόνιμου υπαλλήλου, λόγω κατάργησης της θέσης του ή μέρους των ομοιόβαθμων θέσεων του ίδιου κλάδου.

 

δ) Οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων, με τις οποίες επιβάλλονται οι ποινές του υποβιβασμού και της οριστικής παύσης.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. η΄ του ν. 702/1977 «Εξακολουθούν να υπάγονται στην κατά πρώτο και τελευταίο βαθμό αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι αιτήσεις ακυρώσεως που αφορούν: α) … η) την επιβολή πειθαρχικής ποινής από συμβούλιο στο οποίο προεδρεύει ή συμμετέχει ανώτατος δικαστικός λειτουργός».

 

ε) Οι πράξεις των αρμοδίων οργάνων της Βουλής που έχουν τέτοιο αντικείμενο (άρθρο 65 παρ.6 του Συντάγματος).

 

στ) Σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ. 3 του ΥΚ, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 16 του Ν. 4674/2020, Στρατηγική αναπτυξιακή προοπτική των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ρύθμιση ζητημάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών και άλλες διατάξεις (Α΄53), δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας με αίτημα την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης και ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου κατά τα ειδικώς οριζόμενα στις διατάξεις περί πειθαρχικής αρμοδιότητας του Διοικητή της Αρχής.

 

ζ) Σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 3 του Ν. 3852/2010 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 133 του Ν. 4555/2018), κατά της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών που διατάσσει την παύση περιφερειάρχη, αντιπεριφερειάρχη, δημάρχου, αντιδημάρχου, δημοτικών και περιφερειακών συμβούλων, προέδρων κοινοτήτων και μελών συμβουλίων κοινότητας, ο παυθείς μπορεί να ασκήσει προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίησή της σε αυτόν.

 

Εξαιρέσεις – ακυρωτικές διαφορές

 

Κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου των μελών του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ), με την οποία επιβάλλεται σε μέλος ΔΕΠ η πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης για τα παραπτώματα που αναφέρονται στην απόφαση αυτή ασκείται αίτηση ακύρωσης και όχι υπαλληλική προσφυγή. Τούτο δοθέντος ότι βάσει της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 6 του Συντάγματος, χαρακτηρίζονται ήδη ως δημόσιοι λειτουργοί, οπότε επεκτείνονται ήδη και σε αυτούς οι εγγυήσεις που παρέχονται στους δικαστικούς λειτουργούς ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις παύσεως τους.

 

Επίσης, οι αποφάσεις υπηρεσιακών ή πειθαρχικών συμβουλίων που επιβάλλουν την παύση ή τον υποβιβασμό διοικητικών δημοσίων υπαλλήλων με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, στρατιωτικών υπαλλήλων (που δεν εμπίπτουν στο άρθρο 103 του Συντάγματος) και μετακλητών διοικητικών υπαλλήλων (άρθρο 103 παρ.5 του Συντάγματος), προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως.

 

Έννομο συμφέρον για την άσκηση υπαλληλικής προσφυγής

 

Για την άσκηση της υπαλληλικής προσφυγής νομιμοποιούνται: α) οι μόνιμοι (τακτικοί) δημόσιοι διοικητικοί υπάλληλοι, δηλαδή όσοι έχουν μονιμοποιηθεί και κατέχουν οργανική θέση, καθώς και οι μόνιμοι υπάλληλοι των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και οι μόνιμοι υπάλληλοι της Βουλής, β) Οι υπάλληλοι που κατέχουν οργανική θέση με θητεία, γ) Οι δόκιμοι υπάλληλοι, για την προσβολή αποφάσεων του υπηρεσιακού συμβουλίου που τους απολύει κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής υπηρεσίας ή δεν τους  μονιμοποιεί κατά τη λήξη της. Δεν έχουν δικαίωμα άσκησης υπαλληλικής προσφυγής: α) οι διοικητικοί υπάλληλοι που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, β) οι στρατιωτικοί υπάλληλοι που δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις του άρθρου 103 Συντ και γ) οι κατά το άρθρο 103 παρ. 5 Συντ. μετακλητοί διοικητικοί υπάλληλοι.

Καλέστε μας για Ραντεβού